- ἁπλοικῶν
- ἁπλοικόςsimplefem gen plἁπλοικόςsimplemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχυδακτυλουργία — Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι… … Dictionary of Greek
Κανάρης, Κωνσταντίνος — (Ψαρά 1793 – Αθήνα 1877). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ήταν γιος ναυτικού και έμαθε λίγα γράμματα στο νησί του. Ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα των Ψαριανών ξεκινώντας από μούτσος, για να γίνει καπετάνιος επιδεικνύοντας ιδιαίτερη εξυπνάδα,… … Dictionary of Greek
Στάινμπεκ, Τζον Ερνστ — (Steinbeck). Αμερικανός συγγραφέας (Σαλίνας, Καλιφόρνια 1902 Νέα Υόρκη 1968). Καθιερώθηκε με τα βιβλία του Τορτίλα Φλατ (1935) και Αμφίβολη μάχη (1936), όπου διαφαίνονται ήδη καθαρά οι δύο κατευθύνσεις που θα ακολουθήσει στην εκλογή των θεμάτων… … Dictionary of Greek
Τζιλ, Ίρβινγκ — (Gill, Νέα Υόρκη 1878 – 1936). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Ξεκίνησε τη δραστηριότητά του στο εργαστήριο του Ντ. ‘Aντλερ και του Λ. Σάλιβαν, από τους οποίους δέχτηκε μεγάλη επίδραση. Η κριτική αναγνωρίζει στην παραγωγή του και μία συγγένεια με τα… … Dictionary of Greek